Μυῖαι

Μυῖαι
Μυῖα
fly
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυῖαι — μυῖα fly fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • моуха — МОУХ|А (30), Ы с. Муха: възбѣ||дьнѹѥмъ гости. ˫ако же и въпадъша˫а мѹхы въ поставъ паѹчь. (ζωϋφια) СбТр XII/XIII, 153–153 об.; да не оставлѧѥть книжьны˫а хранилы отворены. ˫ако да прахѹ испълньшю(с) погѹблѧю(т). полагаѥмы˫а въ нихъ книгы. ни мѹсѣ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κοπροβόρος — α, ο (Α κοπροβόρος, ον) (για έντομα ή πτηνά) αυτός που συνήθως τρώγει κόπρο, κοπροφάγος (α. «ἔποψ κοπροβόρος» β. «μυῑαι κοπροβόροι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος] …   Dictionary of Greek

  • μελιττώδης — μελιττώδης, ῶδες (Α) αυτός που είναι όμοιος με μέλισσα («ὅπερ καὶ φαίνονται ποιοῡσαι αἱ τε μυῑαι καὶ τὰ μελιττώδη τῶν ζῴων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλιττα, αττ. τ. τού μέλισσα, + κατάλ. ώδης*] …   Dictionary of Greek

  • σαπρίζω — Α [σαπρός] προκαλώ τη σήψη, την αποσύνθεση ενός σώματος, σαπίζω («μυῑαι θανατοῡσαι σαπριοῡσι σκευασίαν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • σκεύασις — άσεως, ἡ, Α [σκευάζω] σκευασία («μυῑαι θανατοῡσαι σαπριοῡσι σκεύασιν ἐλαίου ἡδύσματος», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • Μυῖ' — Μυῖα , Μυῖα fly fem nom/voc sg Μυῖαι , Μυῖα fly fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυῖ' — μυῖα , μυῖα fly fem nom/voc sg μυῖαι , μυῖα fly fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”